Strong's Exhaustive Concordance pervert, curruptFrom dia and strepho; to distort, i.e. (figuratively) misinterpret, or (morally) corrupt -- perverse(-rt), turn away. see GREEK dia see GREEK strepho Forms and Transliterations διαστραφήσεσθε διαστραφώσιν διαστρέφειν διαστρέφετε διαστρεφοντα διαστρέφοντα διαστρέφοντες διαστρέφω διαστρεφων διαστρέφων διαστρεψαι διαστρέψαι διαστρέψει διαστρέψεις διαστρέψη διαστροφή διασφαγαί διεστραμμενα διεστραμμένα διεστραμμέναι διεστραμμένας διεστραμμενη διεστραμμένη διεστραμμενης διεστραμμένης διεστραμμένον διεστράφησαν διεστρέφετε διέστρεφον διέστρωσα διέστρωσαν διεσχίσθη διεσχίσθησαν diastrephon diastrephōn diastréphon diastréphōn diastrephonta diastréphonta diastrepsai diastrépsai diestrammena diestramména diestrammene diestrammenē diestramméne diestramménē diestrammenes diestrammenēs diestramménes diestramménēsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |