Strong's Exhaustive Concordance appoint, make, testator. Middle voice from dia and tithemi; to put apart, i.e. (figuratively) dispose (by assignment, compact, or bequest) -- appoint, make, testator. see GREEK dia see GREEK tithemi Forms and Transliterations διαθεμενος διαθέμενος διαθεμενου διαθεμένου διαθέσθαι διάθεσθε διαθήσεσθε διαθήσεται διαθήση διαθησομαι διαθήσομαι διαθησόμεθα διάθου διαθρέψαι διαθρέψεις διαθρέψω διαθώμεθα διαθώμεν διατιθεμαι διατίθεμαι διατιθέμεθα διατιθεμένους διατίθεται διατόνια διατορεύματα διατραφή διατραφήσεται διατρέφειν διατρέχουσαι διατριβαί διατριβαίς διατριβή διεθέμην διέθεντο διεθετο διέθετο διέθετό διέθου διέθρεψας διέθρεψε διέθρεψέ διέθρεψεν διέτιλε διετράπη διετράπην διέτρεφεν διέτρεχε διέτρεχον diathemenos diathémenos diathemenou diatheménou diathesomai diathēsomai diathḗsomai diatithemai diatíthemai dietheto diétheto diéthetóLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |