1625. ektrephó
Strong's Exhaustive Concordance
bring up, nourish.

From ek and trepho; to rear up to maturity, i.e. (genitive case) to cherish or train -- bring up, nourish.

see GREEK ek

see GREEK trepho

Forms and Transliterations
εκθρέψαι εκθρέψουσι εκθρέψω εκθρέψωσι εκτραφέντα εκτραφέντων εκτρεφει εκτρέφει ἐκτρέφει εκτρεφετε εκτρέφετε ἐκτρέφετε εκτρέφωσιν εκτρίβει εκτριβή εκτριβήναι εκτριβής εκτριβήσεσθε εκτριβήσεται εκτριβήση εκτριβήσομαι εκτρίβοντες εκτριβώμεν εκτριβώσιν εκτρίψαι εκτρίψατε εκτρίψει εκτρίψεις εκτρίψη εκτρίψητε εκτρίψουσιν εκτρίψω εκτρίψωμεν εκτρυγήσεις εκτρώγων εξέδραμεν εξέθρεψα εξέθρεψας εξέθρεψέ εξέθρεψεν εξέτρεφον εξετρίβησαν εξέτριψα εξέτριψαν εξέτριψας εξέτριψε εξέτριψεν ektrephei ektréphei ektrephete ektréphete
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1624
Top of Page
Top of Page