Strong's Exhaustive Concordance raise, rise up. From ek and anistemi; objectively, to produce, i.e. (figuratively) beget; subjectively, to arise, i.e. (figuratively) object -- raise (rise) up. see GREEK ek see GREEK anistemi Forms and Transliterations εξαναστάντες εξαναστάντων εξαναστάς εξαναστήσεσθε εξαναστήσεται εξαναστηση εξαναστήση ἐξαναστήσῃ εξαναστήσονται εξαναστήσουσι εξαναστήσωμεν εξαναστώμεν εξανέστη εξανέστηκε Εξανεστησαν εξανέστησαν Ἐξανέστησαν εξανέστησας εξανέστησε εξανίστασο εξαντλήσαι εξαντλήσει exanastese exanastēsē exanastḗsei exanastḗsēi Exanestesan Exanestēsan Exanéstesan ExanéstēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |