Strong's Exhaustive Concordance send away, send forth. From ek and apostello; to send away forth, i.e. (on a mission) to despatch, or (peremptorily) to dismiss -- send (away, forth, out). see GREEK ek see GREEK apostello Forms and Transliterations ἀποστέλλω εξαπεσταλη ἐξαπεστάλη εξαπέσταλκα εξαπέσταλκά εξαπέσταλκας εξαπέσταλκέ εξαπεσταλμέναι εξαπέστειλα εξαπέστειλά εξαπεστείλαμέν εξαπεστειλαν εξαπέστειλαν εξαπέστειλάν ἐξαπέστειλαν εξαπέστειλας εξαπεστείλατε εξαπεστείλατέ εξαπέστειλε εξαπεστειλεν εξαπέστειλεν ἐξαπέστειλεν εξαποστείλαι εξαποστείλαί εξαποστείλας εξαποστείλατε εξαποστειλάτωσαν εξαποστείλη εξαπόστειλης εξαποστείλητε εξαπόστειλον εξαπόστειλόν εξαποστειλω εξαποστείλω εξαποστελεί εξαπόστελει εξαποστελείς εξαποστελείτε εξαποστέλη εξαποστέλλειν εξαποστέλλετε εξαποστέλλη εξαποστέλλης εξαποστελλομένους εξαποστελλομένων εξαποστέλλοντας εξαποστέλλουσι εξαποστελλω εξαποστελλώ εξαποστέλλω ἐξαποστέλλω εξαποστέλλων εξαποστελω εξαποστελώ εξαποστέλω ἐξαποστελῶ εξάπτη εξαριθμηθήσεται εξαριθμήσαι εξαριθμήσασθαι εξαριθμήσει εξαριθμήσεις εξαριθμήσεται εξαριθμήση εξαριθμήσομαι εξαρκέσει εξάρσει εξαφθείσα εξήπται εξηρίθμησαν εξηρτημέναι εξήφθησαν εξήψε apostello apostellō apostéllo apostéllō exapestale exapestalē exapestále exapestálē exapesteilan exapésteilan exapesteilen exapésteilen exapostelo exapostelô exapostelō exapostelō̂Links Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |