Strong's Exhaustive Concordance show. From epi and deiknuo; to exhibit (physically or mentally) -- shew. see GREEK epi see GREEK deiknuo Forms and Transliterations επέδειξα επέδειξεν επιδεικνυμεναι επιδεικνύμεναι ἐπιδεικνύμεναι επιδεικνυμένην επιδεικνυς επιδεικνύς ἐπιδεικνὺς επιδειξαι επιδείξαι ἐπιδεῖξαι επιδειξατε επιδείξατε επιδείξατέ ἐπιδείξατε ἐπιδείξατέ επιδέκατα επιδέκατον επιδεκάτου επιδεκάτων επιδέξιον επιδέξιος epideiknumenai epideiknus epideiknymenai epideiknýmenai epideiknys epideiknỳs epideixai epideîxai epideixate epideíxate epideíxatéLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |