Strong's Exhaustive Concordance come again, convert, return. From epi and strepho; to revert (literally, figuratively or morally) -- come (go) again, convert, (re-)turn (about, again). see GREEK epi see GREEK strepho Forms and Transliterations επεστράφη επεστράφησαν επεστραφητε επεστράφητε ἐπεστράφητε επέστρεφε επέστρεφεν επέστρεφον επεστρέφοντο επεστρεψα επέστρεψα ἐπέστρεψα επεστρέψαμεν επεστρεψαν επέστρεψαν ἐπέστρεψαν επέστρεψας επεστρεψατε επεστρέψατε ἐπεστρέψατε επέστρεψε επέστρεψέ επεστρεψεν επέστρεψεν ἐπέστρεψεν επιστραφεις επιστραφείς ἐπιστραφεὶς επιστραφέντες επιστραφή επιστράφηθι επιστραφήναι επιστραφής επιστραφήσεσθε επιστραφήσεται επιστραφήση επιστραφήσομαι επιστραφησόμεθα επιστραφήσονται επιστραφήτε επιστράφητε επιστράφητι επιστραφητω επιστραφήτω ἐπιστραφήτω επιστραφώσι επίστρεφε επιστρέφει επιστρεφειν επιστρέφειν ἐπιστρέφειν επιστρεφείς επιστρέφεις επιστρεφετε επιστρέφετε επιστρέφετέ ἐπιστρέφετε επιστρέφον επιστρέφοντα επιστρέφονταί επιστρέφοντας επιστρέφοντες επιστρέφοντος επιστρέφουσαι επιστρεφουσιν επιστρέφουσιν ἐπιστρέφουσιν επιστρέφων επιστρεψαι επιστρέψαι επίστρεψαι ἐπιστρέψαι επιστρέψαντα Επιστρεψαντες επιστρέψαντες Ἐπιστρέψαντες επιστρέψαντος επιστρεψας επιστρέψας ἐπιστρέψας επιστρέψασα επιστρεψατε επιστρέψατε ἐπιστρέψατε επιστρεψατω επιστρεψάτω ἐπιστρεψάτω επιστρεψάτωσάν επιστρεψει επιστρέψει ἐπιστρέψει επιστρέψεις επιστρεψη επιστρέψη ἐπιστρέψῃ επιστρέψης επιστρέψητε επιστρέψομεν επίστρεψον επίστρεψόν επιστρέψονται επιστρέψουσι επιστρέψουσί επιστρέψουσιν επιστρεψω επιστρέψω ἐπιστρέψω επιστρέψωμεν επιστρέψωσι επιστρεψωσιν ἐπιστρέψωσιν epestraphete epestraphēte epestráphete epestráphēte epestrepsa epéstrepsa epestrepsan epéstrepsan epestrepsate epestrépsate epestrepsen epéstrepsen epistrapheis epistrapheìs epistrapheto epistraphētō epistraphḗto epistraphḗtō epistrephein epistréphein epistrephete epistréphete epistrephousin epistréphousin epistrepsai epistrépsai Epistrepsantes Epistrépsantes epistrepsas epistrépsas epistrepsate epistrépsate epistrepsato epistrepsatō epistrepsáto epistrepsátō epistrepse epistrepsē epistrepsei epistrépsei epistrépsēi epistrepso epistrepsō epistrépso epistrépsō epistrepsosin epistrepsōsin epistrépsosin epistrépsōsinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |