2168. eucharisteó
Strong's Exhaustive Concordance
give thanks.

From eucharistos; to be grateful, i.e. (actively) to express gratitude (towards); specially, to say grace at a meal -- (give) thank(-ful, -s).

see GREEK eucharistos

Forms and Transliterations
ευχαριστει ευχαριστεί εὐχαριστεῖ Ευχαριστειν ευχαριστείν Εὐχαριστεῖν ευχαριστεις ευχαριστείς εὐχαριστεῖς ευχαριστειτε ευχαριστείτε εὐχαριστεῖτε ευχαριστηθη ευχαριστηθή εὐχαριστηθῇ ευχαρίστησαν ευχαριστησαντος ευχαριστήσαντος εὐχαριστήσαντος ευχαριστησας ευχαριστήσας εὐχαριστήσας ευχαρίστησε ευχαριστησεν εὐχαρίστησεν Ευχαριστουμεν ευχαριστούμεν ευχαριστούμέν Εὐχαριστοῦμεν Εὐχαριστοῦμέν ευχαριστουντες ευχαριστούντες εὐχαριστοῦντες ευχαριστω ευχαριστώ εὐχαριστῶ ευχαριστων ευχαριστών εὐχαριστῶν ηυχαριστησαν ηὐχαρίστησαν eucharistei eucharisteî Eucharistein Eucharisteîn eucharisteis eucharisteîs eucharisteite eucharisteîte eucharistesan ēucharistēsan eucharistesantos eucharistēsantos eucharistḗsantos eucharistesas eucharistēsas eucharistḗsas eucharistesen eucharistēsen eucharístesen eucharístēsen eucharistethe eucharistēthē eucharistethêi eucharistēthē̂i eucharisto eucharistô eucharistō eucharistō̂ euchariston eucharistôn eucharistōn eucharistō̂n Eucharistoumen Eucharistoûmen Eucharistoûmén eucharistountes eucharistoûntes eycharístesan ēycharístēsan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2167
Top of Page
Top of Page