2606. katagelaó
Strong's Exhaustive Concordance
laugh at, scorn.

To laugh down, i.e. Deride -- laugh to scorn.

Forms and Transliterations
καταγελά καταγελάσατωσάν καταγελάσεται καταγελάση καταγελασθήσονται καταγελασθώμεν καταγελάται καταγελών καταγελώντα καταγελώνται καταγελώντες καταγέλωτα καταγηράσητε καταγίνομαι κατεγέλασάν κατεγελων κατεγέλων κατεγενόμην κατεγίνοντο kategelon kategelōn kategélon kategélōn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2605
Top of Page
Top of Page