Strong's Exhaustive Concordance number with. From kata and arithmeo; to reckon among -- number with. see GREEK kata see GREEK arithmeo Forms and Transliterations καταράκτας καταράκτην καταράσσειν καταραχθήσεται καταριθμουμένω καταριθμούνται καταρράκται καταρράκτας καταρράκτην καταρράκτου καταρρακτών καταρρείν καταρρήγνυται κατερραγμένους κατέρραξαν κατέρραξας κατέρραξάς κατέρρει κατερρέμβευσεν κατέρριψεν κατερρύηκεν κατερρωγότας κατηριθμημένοι κατηριθμημενος κατηριθμημένος katerithmemenos katerithmeménos katērithmēmenos katērithmēménosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |