Strong's Exhaustive Concordance bring, receive. From a primary komeo (to tend, i.e. Take care of); properly, to provide for, i.e. (by implication) to carry off (as if from harm; genitive case obtain) -- bring, receive. Forms and Transliterations εκομισαμην εκομισάμην ἐκομισάμην εκομισαντο εκομίσαντο ἐκομίσαντο εκομισατο εκομίσατο ἐκομίσατο εκόμισεν κεκόμισαι κομιεισθε κομιείσθε κομιεῖσθε κομιείται κομιζομενοι κομιζόμενοι κομιούμαι κομιούμενοι κόμισαι κομισαμενοι κομισάμενοι κομισασα κομίσασα κομίσασθαι κομισάσθωσαν κομισεται κομίσεται κομίση κομισησθε κομίσησθε κομισηται κομίσηται λαβόντες ekomisamen ekomisamēn ekomisámen ekomisámēn ekomisanto ekomísanto ekomisato ekomísato komieisthe komieîsthe komisasa komísasa komisesthe komisēsthe komísesthe komísēsthe komisetai komisētai komísetai komísētai komizomenoi komizómenoi labontes labóntesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |