3587. xurao
Strong's Exhaustive Concordance
shave.

From a derivative of the same as xulon (meaning a razor); to shave or "shear" the hair -- shave.

see GREEK xulon

Forms and Transliterations
εξυρημενη ἐξυρημένῃ εξυρημένοι εξύρησαν εξυρήσατο εξυρήσε εξύρησε εξύρησεν ξύη ξυρασθαι ξυράσθαι ξυρᾶσθαι ξυρηθήναι ξυρηθήσεσθε ξυρηθήσεται ξυρηθήσονται ξύρησαι ξυρήσασθαι ξυρήσει ξυρήσεις ξυρήσεται ξύρησιν ξύρησίν ξυρησονται ξυρήσονται ξυρήσωμαι ξυρήσωνται ξυρόν ξυρός ξυρώ ξυστούς ξύων exuremene exurēmenē exyremene exyrēmenē exyreménei exyrēménēi xurasthai xuresontai xurēsontai xyrasthai xyrâsthai xyresontai xyrēsontai xyrḗsontai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
3586
Top of Page
Top of Page