Strong's Exhaustive Concordance resist. From anti and pipto (including its alternate); to oppose -- resist. see GREEK anti see GREEK pipto Forms and Transliterations αντιπίπτειν αντιπιπτετε αντιπίπτετε ἀντιπίπτετε αντιπίπτοντας αντιπίπτοντες αντιπίπτουσαι αντιποιηθήσεται αντιποιήσεται αντιπολεμούντές αντιπρόσωπα αντιπρόσωποι αντιπρόσωπον αντίρρησις αντιστήριγμά αντιστηρίζει αντιστηριζόμενοι αντιστηρίσασθε antipiptete antipípteteLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |