544. apeitheó
Strong's Exhaustive Concordance
to disbelieve, disobey

From apeithes; to disbelieve (wilfully and perversely) -- not believe, disobedient, obey not, unbelieving.

see GREEK apeithes

Forms and Transliterations
απειθεί απείθει απειθείν απειθείς απειθείτω απειθησαντες απειθήσαντες ἀπειθήσαντες απειθήσασι απειθήσασί απειθησασιν ἀπειθήσασιν ἀπειθήσασίν απειθήση απειθήσης απειθήσητε απειθουντα απειθούντα ἀπειθοῦντα απειθούντας απειθουντες απειθούντες ἀπειθοῦντες απειθουντων απειθούντων ἀπειθούντων απειθουσι απειθούσι ἀπειθοῦσι απειθουσιν απειθούσιν ἀπειθοῦσιν απειθώ απειθων απειθών ἀπειθῶν ηπειθήσαμεν ηπειθησαν ηπείθησαν ἠπείθησαν ηπειθησατε ηπειθήσατε ἠπειθήσατε ηπείθησε ηπειθουν ηπείθουν ἠπείθουν apeithesantes apeithēsantes apeithḗsantes apeithesasin apeithēsasin apeithḗsasin apeithḗsasín apeithon apeithôn apeithōn apeithō̂n apeithounta apeithoûnta apeithountes apeithoûntes apeithounton apeithountōn apeithoúnton apeithoúntōn apeithousi apeithoûsi apeithousin apeithoûsin epeithesan epeíthesan ēpeithēsan ēpeíthēsan epeithesate epeithḗsate ēpeithēsate ēpeithḗsate epeithoun epeíthoun ēpeithoun ēpeíthoun
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
543
Top of Page
Top of Page