Strong's Exhaustive Concordance sleeplessnessFrom agrupneo; sleeplessness, i.e. A keeping awake -- watch. see GREEK agrupneo Forms and Transliterations άγξαις αγρυπνιαις αγρυπνίαις ἀγρυπνίαις άγρωστιν άγρωστις αγχιστέα αγχιστεία αγχιστείαν αγχίστευε αγχιστεύεις αγχιστευέτω αγχιστεύοντι αγχιστεύοντος αγχιστευόντων αγχιστεύουσα αγχιστεύς αγχιστεύσαι αγχιστεύσαί αγχιστεύση αγχίστευσον αγχιστεύσω αγχιστεύσωσιν αγχιστεύων agrupniais agrypniais agrypníaisLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |