Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1230: διαγίνομαιδιαγίνομαι 2 aorist διεγενομην; 1. to be through, continue. 2. to be between, intervene; hence, in Greek writings from Isaeus (p. 84, 14, 9 (or. de Hagn. hered.) χρόνων διαγενομένων) down, the aorist is used of time, to have intervened, elapsed, passed meanwhile, (cf. χρόνου μεταξύ διαγενομένου Lysias 93, 6): ἡμερῶν διαγενομένων τινων, Acts 25:13; ἱκανοῦ χρόνου διαγενομένου Acts 27:9; διαγενομένου τοῦ σαββάτου, Mark 16:1. |