1266. diamerizó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1266: διαμερίζω

διαμερίζω: imperfect διεμέριζον; 1 aorist imperative 2 person plural διαμερίσατε; passive (present διαμερίζομαι); perfect participle διαμεμερισμενος; 1 aorist διεμερίσθην; future διαμερισθήσομαι; (middle, present διαμερίζομαι; 1 aorist διεμερισαμην); to divide;

1. to cleave asunder, cut in pieces: ζῷα διαμερισθενα namely, by the butcher, Plato, legg. 8, p. 849 d.; according to a use peculiar to Luke in the passive, to be divided into opposing parts, to be at variance, in dissension: ἐπί τινα, against one, Luke 11:17f; ἐπί τίνι, f.

2. to distribute (Plato, polit., p. 289 c.; in the Sept. chiefly for חָלַק): τί, Mark 15:24 Rec.; τί τίνι, Luke 22:17 (where L T Tr WH εἰς ἑαυτούς for R G ἑαυτοῖς); Acts 2:45; passive Acts 2:3; middle to distribute among themselves: τί, Matthew 27:35; Mark 15:24 G L T Tr WH; Luke 23:34; with ἑαυτοῖς added (Matthew 27:35 Rec.); John 19:24 from Psalm 21:19 ().

Forms and Transliterations
διαμεμερισμενοι διαμεμερισμένοι διαμεριειτε διαμεριζομεναι διαμεριζόμεναι διαμεριζομενοι διαμεριζόμενοι διαμερίζοντα διαμεριζονται διαμερίζονται διαμερισατε διαμερίσατε διαμερισθεισα διαμερισθείσα διαμερισθεῖσα διαμερισθήσεται διαμερισθησονται διαμερισθήσονται διαμέρισον διαμεριώ διεμέριζεν διεμεριζον διεμέριζον διεμερίζονται διεμέρισαν διεμερισαντο διεμερίσαντο διεμέρισας διεμέρισε διεμερισθη διεμερίσθη διεμερίσθησαν diamemerismenoi diamemerisménoi diamerisate diamerísate diameristheisa diameristheîsa diameristhesontai diameristhēsontai diameristhḗsontai diamerizomenai diamerizómenai diamerizomenoi diamerizómenoi diamerizontai diamerízontai diemerisanto diemerísanto diemeristhe diemeristhē diemerísthe diemerísthē diemerizon diemérizon
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1265
Top of Page
Top of Page