Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1294: διαστρέφωδιαστρέφω; 1 aorist infinitive διαστρέψαι; passive participle διεστραμμένος (cf. WHs Appendix, p. 170f); from Aeschylus down; a. to distort, turn aside: τάς ὁδούς κυρίου τάς εὐθείας, figuratively (Proverbs 10:10), to oppose, plot against, the saving purposes and plans of God, Acts 13:10. Hence, b. to turn aside from the right path, to pervert, corrupt: τό ἔθνος, Luke 23:2 (Polybius 5, 41, 1; 8, 24, 3); τινα ἀπό τίνος, to corrupt and so turn one aside from, etc. Acts 13:8 (Exodus 5:4;voluptates animum detorquent a virtute, Cicero); διεστραμμένος, perverse, corrupt, wicked: Matthew 17:17; Luke 9:41; Acts 20:30; Philippians 2:15.
Forms and Transliterations διαστραφήσεσθε διαστραφώσιν διαστρέφειν διαστρέφετε διαστρεφοντα διαστρέφοντα διαστρέφοντες διαστρέφω διαστρεφων διαστρέφων διαστρεψαι διαστρέψαι διαστρέψει διαστρέψεις διαστρέψη διαστροφή διασφαγαί διεστραμμενα διεστραμμένα διεστραμμέναι διεστραμμένας διεστραμμενη διεστραμμένη διεστραμμενης διεστραμμένης διεστραμμένον διεστράφησαν διεστρέφετε διέστρεφον διέστρωσα διέστρωσαν διεσχίσθη διεσχίσθησαν diastrephon diastrephōn diastréphon diastréphōn diastrephonta diastréphonta diastrepsai diastrépsai diestrammena diestramména diestrammene diestrammenē diestramméne diestramménē diestrammenes diestrammenēs diestramménes diestramménēsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|