Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1614: ἐκτείνωἐκτείνω; future ἐκτενῶ; 1 aorist ἐξέτεινα; (from Aeschylus, Sophocles, Herodotus down); the Sept. common for נָטָה, פָּרַשׂ and שָׁלַח; to stretch out, stretch forth: τήν χεῖρα (often in the Sept.), Matthew 8:3; Matthew 12:13; Matthew 14:31; Matthew 26:51; Mark 1:41; Mark 3:5; Luke 5:13; Luke 6:10; John 21:18; Acts 26:1; with the addition of ἐπί τινα, over, toward, against one — either to point out something, Matthew 12:49, or to lay hold of a person in order to do him violence, Luke 22:53; ἐκτείνειν τήν χεῖρα εἰς ἴασιν, spoken of God, Acts 4:30; ἀγκύρας, properly, to carry forward (R. V. lay out) the cable to which the anchor is fastened, i. e. to cast anchor (the idea of extending the cables runs into that of carrying out and dropping the anchors (Hackett); cf. B. D. American edition, p. 3009a last paragraph), Acts 27:30. (Compare: ἐπτείνω, Forms and Transliterations εκταθήσεται εκτείναι εκτείναντες εκτεινας εκτείνας ἐκτείνας εκτείνασα εκτείνει εκτεινειν εκτείνειν εκτείνείν ἐκτείνειν εκτείνεται εκτείνη εκτείνης εκτείνητε Εκτεινον έκτεινον Ἔκτεινον Ἔκτεινόν εκτείνονται εκτείνοντες εκτείνου εκτείνουσι εκτείνω εκτείνων εκτείνωσιν εκτενεί εκτένει εκτενεις εκτενείς ἐκτενεῖς εκτενώ εκτέτακα εκτεταμέναι εκτεταμένη εκτεταμένον εντείνας εξέτεινα εξέτειναν εξέτεινας εξετεινατε εξετείνατε ἐξετείνατε εξέτεινε εξετεινεν εξέτεινεν ἐξέτεινεν εξέτεινον ekteinas ekteínas ekteinein ekteínein Ekteinon Ékteinon Ékteinón ekteneis ekteneîs exeteinate exeteínate exeteinen exéteinenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |