Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 343: ἀνακαλύπτωἀνακαλύπτω: (passive, present participle ἀνακαλυπτόμενος; perfect participle ἀνακεκαλυμμένος); to unveil, to uncover (by drawing back the veil) (equivalent to גָּלָה, Job 12:22; Psalm 17:16 Forms and Transliterations ανακαλύπτει ανακαλυπτομενον ανακαλυπτόμενον ἀνακαλυπτόμενον ανακαλύπτων ανακαλυφθήναι ανακαλυφθήσεται ανακαλύψαι ανακαλύψει ανακαλύψουσι ανακεκαλυμμένα ανακεκαλυμμένους ανακεκαλυμμενω ανακεκαλυμμένω ἀνακεκαλυμμένῳ ανεκαλύφθη ανεκάλυψα ανεκάλυψεν anakaluptomenon anakalyptomenon anakalyptómenon anakekalummeno anakekalummenō anakekalymmeno anakekalymmenō anakekalymménoi anakekalymménōiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |