4848. sumporeuomai
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 4848: συμπορεύομαι

συμπορεύομαι (T WH συνπορεύομαι (cf. σύν, II. at the end)); imperfect συνεπορευομην;

1. to go or journey together (Euripides, Xenophon, Diodorus): τίνι, with one, Luke 7:11; Luke 14:25; Luke 24:15 (Tobit 5:3, 9; ἡμῶν ψυχή συμπορευθεισα Θεῷ, Plato, Phaedr., p. 249 c.; μετά τίνος, very often in the Sept.).

2. to come together, to assemble: πρός τινα, Mark 10:1 (Polybius, Plutarch).

Forms and Transliterations
συμπεπορπημένους συμπορεύεσθαι συμπορεύεται συμπορευθέντων συμπορεύθητι συμπορευθήτω συμπορευόμενοι συμπορευόμενος συμπορεύομενος συμπορευομένου συμπορευομένους συμπορευομένω συμπορεύονται συμπορεύση συνεπορευετο συνεπορεύετο συνεπορεύθησαν συνεπορευοντο συνεπορεύοντο συνπορευονται συνπορεύονται sumporeuontai suneporeueto suneporeuonto symporeuontai symporeúontai syneporeueto syneporeúeto syneporeuonto syneporeúonto
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4847
Top of Page
Top of Page