654. apostrephó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 654: ἀποστρέφω

ἀποστρέφω; future ἀποστρέψω; 1 aorist ἀπέστρεψα; 2 aorist passive ἀπεστράφην; (present middle ἀποστρέφομαι; from Homer down);

1. to turn away: τινα or τί ἀπό τίνος, 2 Timothy 4:4 (τήν ἀκοήν ἀπό τῆς ἀληθείας); to remove anything from anyone, Romans 11:26 (Isaiah 59:20); ἀποστρέφειν τινα simply, to turn him away from allegiance to anyone, tempt to defection (A. V. pervert), Luke 23:14.

2. to turn back, return, bring back: Matthew 26:52 (put back thy sword into its sheath); Matthew 27:3, of Judas bringing back the shekels, where T Tr WH ἔστρεψε (cf. Test. xii. Patr. test. Jos. § 17). (In the same sense for הֵשִׁיב, Genesis 14:16; Genesis 28:15; Genesis 43:11 (), (), etc.; Baruch 1:8 Baruch 2:34, etc.)

3. intransitive, to turn oneself away, turn back, return: ἀπό τῶν πονηριῶν, Acts 3:26, cf. Acts 3:19 (ἀπό ἁμαρτίας, Sir. 8:5 Sir. 17:21 (26 Tdf.); to return from a place, Genesis 18:33; 1 Macc. 11:54, etc.; (see Kneucker on Baruch 1:13); Xenophon, Hell. 3, 4, 12); cf. Meyer on Acts, the passage cited; (others, (with A. V.) take it actively here: in turning away every one of you, etc.).

4. Middle, with 2 aorist passive, to turn oneself away from, with an accusative of the object (cf. (Jelf, § 548 obs. 1; Krüger, § 47, 23, 1); Buttmann, 192 (166)); to reject, refuse: τινα, Matthew 5:42; Hebrews 12:25; τήν ἀλήθειαν, Titus 1:14; in the sense of deserting, τινα, 2 Timothy 1:15.

Forms and Transliterations
απεστραμμένην απέστραπται απεστράφη απεστράφης απεστραφησαν απεστράφησαν απεστράφησάν ἀπεστράφησάν απεστράφητε απέστρεφον απέστρεψα απεστρέψαμεν απέστρεψαν άπεστρεψαν απέστρεψας απέστρεψάς απεστρέψατε απέστρεψε απέστρεψέ απέστρεψεν απόστερψον αποστραφείησαν αποστραφείς αποστραφείσα αποστραφέν αποστραφέντας αποστραφέντες αποστραφή αποστράφηθι αποστραφήναι αποστραφης αποστραφής ἀποστραφῇς αποστραφήσεσθε αποστραφήσεται αποστραφήση αποστραφήσομαι αποστραφήσονται αποστραφητε αποστραφήτε αποστράφητε αποστραφήτω αποστραφήτωσαν αποστραφώμεν απόστρεφε αποστρέφει αποστρεφειν αποστρέφειν ἀποστρέφειν αποστρέφεις αποστρέφεσθαι αποστρέφεται αποστρέφετε αποστρεφέτωσαν αποστρέφη αποστρέφης αποστρεφομενοι αποστρεφόμενοι ἀποστρεφόμενοι αποστρεφομενων αποστρεφομένων ἀποστρεφομένων αποστρεφοντα αποστρέφοντα ἀποστρέφοντα αποστρέφοντος αποστρέφου αποστρέφων αποστρέψαι αποστρέψαντα αποστρέψαντες αποστρέψαντος αποστρέψας αποστρέψατε αποστρεψάτω αποστρεψει αποστρέψει ἀποστρέψει αποστρέψεις αποστρέψη αποστρέψης αποστρέψητε αποστρέψοιτο αποστρέψομεν Αποστρεψον απόστρεψον απόστρεψόν Ἀπόστρεψον αποστρέψουσι αποστρεψουσιν αποστρέψουσιν ἀποστρέψουσιν αποστρεψω αποστρέψω αποστρέψωμεν αποστρέψωσιν αποστροφαίς αποστροφάς αποστροφή αποστροφήν αποστροφής αποστροφών επεστράφη apestraphesan apestraphēsan apestráphesán apestráphēsán apostraphêis apostraphē̂is apostraphes apostraphēs apostrephein apostréphein apostrephomenoi apostrephómenoi apostrephomenon apostrephomenōn apostrephoménon apostrephoménōn apostrephonta apostréphonta apostrepsei apostrépsei Apostrepson Apóstrepson apostrepsousin apostrépsousin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
653
Top of Page
Top of Page