Strong's Exhaustive Concordance cloven, dividedFrom dia and merizo; to partition thoroughly (literally in distribution, figuratively in dissension) -- cloven, divide, part. see GREEK dia see GREEK merizo Forms and Transliterations διαμεμερισμενοι διαμεμερισμένοι διαμεριειτε διαμεριζομεναι διαμεριζόμεναι διαμεριζομενοι διαμεριζόμενοι διαμερίζοντα διαμεριζονται διαμερίζονται διαμερισατε διαμερίσατε διαμερισθεισα διαμερισθείσα διαμερισθεῖσα διαμερισθήσεται διαμερισθησονται διαμερισθήσονται διαμέρισον διαμεριώ διεμέριζεν διεμεριζον διεμέριζον διεμερίζονται διεμέρισαν διεμερισαντο διεμερίσαντο διεμέρισας διεμέρισε διεμερισθη διεμερίσθη διεμερίσθησαν diamemerismenoi diamemerisménoi diamerisate diamerísate diameristheisa diameristheîsa diameristhesontai diameristhēsontai diameristhḗsontai diamerizomenai diamerizómenai diamerizomenoi diamerizómenoi diamerizontai diamerízontai diemerisanto diemerísanto diemeristhe diemeristhē diemerísthe diemerísthē diemerizon diemérizonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |