1266. diamerizó
Strong's Exhaustive Concordance
cloven, divided

From dia and merizo; to partition thoroughly (literally in distribution, figuratively in dissension) -- cloven, divide, part.

see GREEK dia

see GREEK merizo

Forms and Transliterations
διαμεμερισμενοι διαμεμερισμένοι διαμεριειτε διαμεριζομεναι διαμεριζόμεναι διαμεριζομενοι διαμεριζόμενοι διαμερίζοντα διαμεριζονται διαμερίζονται διαμερισατε διαμερίσατε διαμερισθεισα διαμερισθείσα διαμερισθεῖσα διαμερισθήσεται διαμερισθησονται διαμερισθήσονται διαμέρισον διαμεριώ διεμέριζεν διεμεριζον διεμέριζον διεμερίζονται διεμέρισαν διεμερισαντο διεμερίσαντο διεμέρισας διεμέρισε διεμερισθη διεμερίσθη διεμερίσθησαν diamemerismenoi diamemerisménoi diamerisate diamerísate diameristheisa diameristheîsa diameristhesontai diameristhēsontai diameristhḗsontai diamerizomenai diamerizómenai diamerizomenoi diamerizómenoi diamerizontai diamerízontai diemerisanto diemerísanto diemeristhe diemeristhē diemerísthe diemerísthē diemerizon diemérizon
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1265
Top of Page
Top of Page