Strong's Exhaustive Concordance division. From diamerizo; disunion (of opinion and conduct) -- division. see GREEK diamerizo Forms and Transliterations διαμερισμοί διαμερισμον διαμερισμόν διαμετρήσαι διαμετρήσεις διαμετρήσεως διαμέτρησιν διαμέτρησις διαμετρήσω διαναπαύσει διεμέτρησε διεμέτρησεν diamerismon diamerismónLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |