1244. diaireó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1244: διαιρέω

διαιρέω, διαίρω; 2 aorist διεῖλον;

1. to divide into parts, to part, to tear, cleave or cut asunder, (Homer and subsequent writings; Genesis 15:10; 1 Kings 3:25).

2. to distribute: τί τίνι (Xenophon, Cyril 4, 5, 51; Hell. 3, 2, 10): Luke 15:12; 1 Corinthians 12:11; (Joshua 18:5; 1 Chronicles 23:6, etc.).

Forms and Transliterations
διαιρεθήσεται διαιρεθώσιν διαιρείται διαιρούμενοι διαιρουν διαιρούν διαιροῦν διαιρών δίαιτα διαίταις δίαιταν διαίτη διαίτης διείλαντο διείλε διειλεν διείλεν διεῖλεν διελεί διελείν διελείσθε διελείται διελείτε διελέσθαι διέλετε διέλης διελούνται διελούσιν διηρέθη διηρέθησαν διηρημένη διήρηται διητώντο diairoun diairoûn dieilen dieîlen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1243
Top of Page
Top of Page