Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1621: ἐκτινάσσωἐκτινάσσω: 1 aorist imperative ἐκτινάξατε; 1 aorist middle participle ἐκτιναξάμενος; to shake off, so that something adhering shall fall: τόν χοῦν, Mark 6:11; τόν κονιορτόν, Matthew 10:14 (where the genitive τῶν ποδῶν does not depend on the verb but on the substantive (L T WH marginal reading, however, insert ἐκ)); by this symbolic act a person expresses extreme contempt for another and refuses to have any further contact with him (B. D. American edition under the word Forms and Transliterations εκτετιναγμένος εκτετιναγμένων εκτινάξαι εκτίναξαι εκτιναξαμενοι εκτιναξάμενοι ἐκτιναξάμενοι εκτιναξαμενος εκτιναξάμενος ἐκτιναξάμενος εκτινάξαντι εκτινάξαντος εκτιναξατε εκτινάξατε ἐκτινάξατε εκτινάξω εκτινάσσεται εκτινάσσοντες εκτοκιείς εκτομίαν εξετίναξα εξετίναξαν εξετίναξε εξετινάχθην ektinaxamenoi ektinaxámenoi ektinaxamenos ektinaxámenos ektinaxate ektináxateLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |